Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Αγκίστρι ψηλά-αγκίστρι χαμηλά

Κείμενο-φωτογραφίες: Μάνος Μελετίου. Όλες ανεξαιρέτως οι τεχνικές αλιείας με φελλό επιτρέπουν την αναζήτηση των ψαριών σε συγκεκριμένο ή πιο σωστά προκαθορισμένο από εμάς ύψος σε σχέση πάντα με το συνολικό βάθος του σημείου, που ψαρεύουμε. Η διαπίστωση, η σύγκριση και η αποκωδικοποίηση κάποιων πληροφοριών μπορεί πραγματικά να κάνει τη διαφορά βάζοντάς μας σε μια άλλη λογική προσέγγισης των ψαριών.


Η "θεοποίηση" της Βυθομέτρησης

Η βυθομέτρηση είναι η διαδικασία "αναγνώρισης" μιας περιοχής συνολικά. Δεν είναι απλά τρόπος εύρεσης βάθους με εκτέλεση 2-3 δοκιμαστικών βολών στα 10 μέτρα μακριά από τα πόδια μας. Βοηθά γενικότερα να αντιλαμβανόμαστε εδαφικές η μη ανωμαλίες (τρύπες, αποχές, flat επίπεδο κλπ.). Αν δλδ. πχ. λίγο πιο δίπλα υπάρχει το χάος ή συνεχίζει το ίδιο. 

Και όταν όλα γίνονται θεωρητικά σωστά, περιμένουμε υπομονετικά μέχρι τη μαγική στιγμή της οριακής ανάδυσης της κεραίας του φελλού μας. Βρήκαμε λοιπόν το βάθος και ας πούμε ότι έχουμε και μια γενική εικόνα για το ανάγλυφο του βυθού. Αντιλαμβανόμαστε έτσι, αν θα πάμε σε επιλογή σταθερής αρματωσιάς ή συρόμενης αρματωσιάς και γενικά τις τακτικές. 

Και λέμε τακτικές και όχι τακτική, διότι δεν είναι δυνατόν να μείνουμε "εγκλωβισμένοι" στο οριακό αποτέλεσμα μιας βυθομέτρησης, ακολουθώντας πιστά και κατά γράμμα, κάτι που απλά είναι μια ενδεικτική...πληροφορία! Μια πληροφορία, που απαντά σε πρώτη φάση στα ερωτήματα "πόσο είναι το βάθος" και "ποιο είναι το ανάγλυφο" κατά προσέγγιση πάντα. 


Ο επιμένων ψηλότερα την ημέρα...αμείβεται




Μέρα πάνω-Νύχτα κάτω

Μια βασική κατεύθυνση στο float fishing, που δεν είναι υποχρεωτικά ο χρυσός κανόνας του ψαρέματος, ωστόσο έχει μια λογική, που γενικά δείχνει να έχει μια συνέπεια σε μεγάλο βαθμό.Προσοχή...!Δεν μιλάμε για ψάρεμα κέφαλου με επιφανειακό πολυάγκιστρο, ούτε για ψάρεμα μελανουριών, που χαρακτηρίζονται έτσι και αλλιώς για την "άναρχη" και πολυεπίπεδη θηρευτική συμπεριφορά τους. Μιλάμε πάντα για ένα απλό γενικό float fishing. Η παραπάνω γενική διαπίστωση έρχεται σε απόλυτη ταύτιση με τη  θηρευτική συμπεριφορά των περισσοτέρων τουλάχιστον ειδών. 




Η γενική διατροφική συμπεριφορά

Τα ψάρια λοιπόν αναζητούν την τροφή τους σε δύο βασικά επίπεδα. Το πρώτο και κύριο είναι η επιφάνεια του βυθού. Εκεί θα αναζητήσουν το χορταράκι, το φύκι, τα διάφορα ζωντανά θηράματα όπως μαλάκια, καρκινοειδή, οστρακόδερμα, σκουλήκια, τα κρυμμένα μικρόσωμα ψάρια και λοιπά υδρόβια πλάσματα, θα σκάψουν την άμμο, θα ψάξουν σε τρύπες κλπ. Γιατί εκεί κατοικούν οι περισσότεροι ζωντανοί οργανισμοί, η χλωρίδα και η πανίδα, εκεί κρύβονται, εκεί παραλλάσσονται καλύτερα. Με λίγα λόγια είναι η standard πηγή τροφής μέρα και νύχτα.  





Το δεύτερο επίπεδο είναι ολόκληρη η υδάτινη περιοχή, που εκτείνεται αρκετά πάνω από το βυθό μέχρι και την επιφάνεια του νερού. Οτιδήποτε "κινείται" σε αυτόν τον τρισδιάστατο χώρο είναι υποψήφια τροφή, για τα ψάρια που μπορούν να εκμεταλλευθούν θηρευτικά αυτό το εύρος! Επίσης τροφή στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί και οτιδήποτε απλά έχει την εικόνα του βυθιζόμενου ή αιωρούμενου αντικειμένου μέσα σ αυτόν τον χώρο, όπου λειτουργεί ενστικτωδώς το στοιχείο της περιέργειας, ειδικά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εάν για κάποιο λόγο λείψει το διατροφικό "κίνητρο" σε αυτή τη ζώνη, τα ψάρια θα επιμείνουν διατροφικά αναγκαστικά σε αυτή του βυθού. Ειδικά στις βραδυνές ώρες αυτή η ζώνη δεν πολυκινείται, γιατί η έκθεση στον κίνδυνο των θηρευτών είναι τεράστια. 


Αυτή είναι η πραγματικότητα, που υπάρχει στο γενικό σύνολο ως θηρευτική/διατροφική συμπεριφορά, δίχως να μπούμε στη διαδικασία ανάλυσης του βαθμού και της ικανότητας όρασης των ψαριών ανά είδος,  σε περιβάλλον μέρας ή νύχτας, για υπέρυθρες ακτινοβολίες και λοιπά επιστημονικά. Ούτε μπαίνουμε στη διαδικασία εξειδίκευσης των ψαριών  σε "αφρού",  "πάτου"  κλπ., διότι το αίσθημα της επιβίωσης και της πείνας αναγκάζει σε συμπεριφορές πολλές φορές απίστευτες και ασύμβατες. Πάνω σε αυτή τη λογική λοιπόν βασίζεται και το γενικό αξίωμα ..."μέρα πάνω και νύχτα κάτω" στο ψάρεμα με φελλό.Το πόσο πάνω και πόσο κάτω θα το δούμε στη συνέχεια.



Αρματωσιές εγγλέζικης τεχνικής σε απόλυτη συνεργασία


Ο "εγκλωβισμός" εντός της αυστηρής ένδειξης μιας βυθομέτρησης, είναι που δημιουργεί και την "απόλυτη" διάκριση μεταξύ σταθερής και συρόμενης αρματωσιάς. Παραπάνω αναφέραμε ότι μια καλή βυθομέτρηση, απαντάει καταρχάς στα ερωτήματα "πόσο βαθιά" και "τι βυθός". Τώρα είναι η δική μας σειρά να απαντήσουμε στα ερωτήματα..."που βρισκόμαστε""τι είδη θεωρητικά αναζητάμε", "τι πληροφορίες έχουμε για το σημείο" και "πως θα το κάνουμε" 

Όταν απαντήσουμε ρεαλιστικά σε όλα τα παραπάνω, θα διαπιστώσουμε ότι τα δύο βασικά είδη αρματωσιάς, η συρόμενη και η σταθερή, μπορούν να συνεργάζονται και πολλές φορές να αλληλοκαλύπτουν το πεδίο, που θα ψαρέψουμε, ώστε να έχουμε μια συνολική εικόνα ελέγχου μιας περιοχής. 


A. Λιμενική εγκατάσταση με επίπεδο  βυθό


Πολύ κοινή περίπτωση σημείου, που  απευθύνεται κατά βάση σε ψάρια όπως ο κέφαλος, η τσιπούρα, το λαβράκι χωρίς φυσικά να λείψουν και τα σαργοειδή ή και οι περιστασιακοί θηρευτές-επισκέπτες όπως πχ. λίτσες,  κοκκάλια, μελανούρια κλπ. 

Είναι το σημείο εκείνο, που ακολουθείται από τη συντριπτική πλειοψηφία με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια και πάση θυσία το αποτέλεσμα της βυθομέτρησης. Όπου σε πολλές των περιπτώσεων η επιλογή ανάμεσα σε σταθερή ή συρόμενη αρματωσιά μπορεί να κριθεί σε μια διαφορά ύψους της τάξης των 30-60 εκατοστών του μέτρου επί του συνολικού μήκους του καλαμιού μας . 

Οριακό βάθος:Είναι το βάθος του "προβληματισμού"! Σταθερή αρματωσιά ή συρόμενη; Εάν υποθέσουμε ότι έχουμε ένα καλάμι εγγλέζικης τεχνικής μήκους 4,20-4,50 μ.  σε νερό με επίπεδο βυθό στα 4,5-5,0 μ., θεωρώ ότι σε συνθήκες ημέρας το δίλημμα είναι ανύπαρκτο για τους εξής λόγους αφού: α) Για λόγους αποφυγής σκαλώματος θα ανεβάσουμε έτσι και αλλιώς το ύψος αναζήτησης κατά 10-15 εκατοστά ψηλότερα από την αρχική μέση ένδειξη της βυθομέτρησης, β) Αν επιμείνουμε  ψηλότερα πχ. 20-50 εκατοστά από το βυθό, "ανοίγουμε" επιπλέον και το οπτικό πεδίο μέσα στο οποίο διακρίνεται το δολωμένο αγκίστρι σε ακτίνα 360 μοιρών. Με λίγα λόγια κάνουμε περισσότερο ορατό το δόλωμα σε μεγαλύτερη απόσταση κατά τη διάρκεια ενός ημερήσιου ψαρέματος σε ανάμεικτο ή αμμώδη βυθό επίπεδης διαμόρφωσης, που αν είναι και ζωντανό κάνει θραύση, γιατί πίσω του δεν έχει ...χρωματιστό φόντο αλλά ένα διάφανο κενό.

Έχοντας λοιπόν ένα καλάμι της τάξης 4,20-4,50 μ. έχουμε ωφέλιμο μήκος σταθερής αρματωσιάς, που κυμαίνεται από 4-4,30 μ., γιατί όχι ακόμη και φουλ μήκος καλαμιού. Η επιμονή σε  μαλάγρωμα εντός τακτικών χρόνων θα φέρει αποτέλεσμα αφού η πραγματική διαφορά βάθους αναζήτησης ΔΕΝ είναι απαγορευτική στη σύλληψη ενός αξιόλογου ψαριού.Αρκεί να έλθει το καλό ψάρι κοντά στην αρματωσιά μας!!!Τα υπόλοιπα είναι θέμα δικό του από κει πέρα.



Πρωινό ψάρεμα με σταθερή αρματωσιά σε ύψος αναζήτησης από 30 έως και 70 εκατοστά πάνω από επίπεδο αμμώδη βυθό


Ένα λοιπόν βάθος φαινομενικά οριακά μεγαλύτερο  από το μήκος ενός μέσου καλαμιού 4,20-4,50 μ. δεν αποτελεί υποχρεωτικό όρο κατασκευής μιας συρόμενης αρματωσιάς ειδικά την ημέρα. Μην ξεχνάμε ποτέ δύο πράγματα:α) Τα ψάρια έχουν μάτια και βλέπουν και β)καλύπτουν οπτικά ένα τεράστιο πεδίο σε οριζόντια και κάθετη γωνία. Επαναλαμβάνουμε και πάλι... Αρκεί να πλησιάσουν...όσο πρέπει. Αυτό είναι το ζητούμενο στην ουσία. 


Ανυπέρβλητο βάθος: Εδώ η συρόμενη αρματωσιά, αποτελεί μονόδρομο, αλλά η τακτική παραμένει η ίδια.  

Ψάρεμα στον τοίχο του ντόκου: Βυθός επί της ουσίας κάθετου προσανατολισμού στη δική μου σκέψη, όπου τα πάντα μπορεί να χτυπήσουν και σε οποιοδήποτε ύψος. Εναλλαγή σταθερής και συρόμενης αρματωσιάς, για κάλυψη όλης την κάθετης επιφάνειας κυριολεκτικά μέτρο προς μέτρο με γνώμονα τα είδη, που ανταποκρίνονται και τη συχνότητα  στα τσιμπήματα. 

Μεσόνερα: Σε συνθήκες ενός βαθιού λιμανιού το ψάρεμα σε αυτή τη ζώνη απευθύνεται περισσότερο σε ψάρια που κάνουν πιο "συνειδητή" χρήση αυτού του επιπέδου. Είτε ξαφνικά, διότι αναγνωρίσαμε αυτό, που ονομάζουμε "κυνήγια", είτε γιατί ψάχνουμε επιτηδευμένα κάποια είδη ψαριών, που μπορεί να "παίξουν" αναζητώντας την τροφή τους σε διάφορα βάθη πχ. μελανούρια. Το να ισχυριστούμε ότι ψαρεύουμε για τσιπούρες με σταθερή στα 4 μέτρα, όταν το βάθος είναι 8-9 μέτρα δεν στέκει και πολύ σαν ιδέα. 



Β. Σημεία βραχώδη


Περιοχές, που φιλοξενούν κατά κύριο λόγο σαργοειδή σε κοπαδιαστή σύναξη και διάφορα πετρόψαρα. Σημαντικό στοιχείο σε αυτήν την περίπτωση είναι το γεγονός ότι ο βραχότοπος για αυτά τα ψάρια είναι το μέρος, που κατοικούν, που αναζητούν ασφάλεια και που τρέφονται παράλληλα. Αυτό οφείλουμε να το κατέχουμε, για να καταλάβουμε συνολικά τη συμπεριφορά τους. Από κει και πέρα δεν μπορούν να λείψουν και όμορφες επισκέψεις από κάποια περαστική τσιπούρα, ένα κοπάδι μελανουριών κλπ.





Βασικό χαρακτηριστικό ενός τέτοιου σημείου είναι το τρισδιάστατο του βυθού. Από την επίπεδη επιφάνεια περνάμε σε μια ανάγλυφη επιφάνεια με εσοχές, αποχές, προεξοχές, χαράκια δλδ. μια απροσδιόριστη κατάσταση όπου οι όροι "βυθός"  και "μεσόνερα", αποκτούν πολύ σχετική και αλληλένδετη σημασία στο ψάρεμά μας. Κάθε κίνηση του φελλού, κάθε είδος, που πιάνουμε ακόμη και κάθε μέγεθος μεταφέρει σε μας πληροφορία, που ή την αποκωδικοποιούμε και προσαρμοζόμαστε ή ψαρεύουμε σε ένα σταθερό τέμπο επί πολλές ώρες αφήνοντας τα πάντα στην τύχη τους  


Σημείο αναφοράς ο γύλος, η πέρκα, ο χάνος: Είναι η στιγμή, που πραγματικά η αρματωσιά και ο χώρος "μιλάνε" μαζί μας φωνάζοντας "ανέβα πιο ψηλά" και όταν λέμε πιο ψηλά υπολογίστε σε πρώτη φάση 1 μέτρο και ...βλέπουμε στην πορεία ψαρέματος. Αυτό φυσικά, αν και εφόσον στοχεύουμε σε κάτι ποιοτικότερο πάντα.





Ο επίμονος σπάρος και τα λοιπά μικρά σαργοειδή: Ανεβήκαμε λοιπόν σταδιακά σε σημείο, που "ξεφύγαμε" από τα παραδοσιακά ψάρια του βυθού, τα πετρόψαρα, ενδεχομένως και από σκαλώματα. Τώρα στο παιχνίδι θα μπούν πιο ενεργά τα ασημί ψάρια, που συνήθως κυκλοφορούν σε μικρές ή μεγάλες ομάδες. Σε αυτή τη φάση θα αναγνωρίσουμε: α) τη συχνότητα στα τσιμπήματα (πυκνά,αραιά), β) την ένταση, για να διαπιστώσουμε, αν τα ψάρια πεινάνε, πόσο πεινάνε και γ)τα μεγέθη, που ανταποκρίνονται σε μέσο όρο. Κυρίως όμως μαθαίνουμε, αν είναι κοπαδιαστά ή απλά μεμονωμένα τεμάχια.

Αν με την πάροδο του χρόνου διαπιστώσουμε συνεχές ενδιαφέρον αλλά μικρά μεγέθη οφείλουμε να αναπροσαρμώσουμε την αναζήτηση σε ψηλότερο επίπεδο κατά τουλάχιστον 1 μέτρο. Αν το ενδιαφέρον είναι μικρό θα επιμείνουμε μέχρι να έλθουν τα καλύτερα τσιμπήματα αλλά πάντα έχοντας στο μυαλό το σενάριο "πάμε και λίγο πιο πάνω".





Μαλαγρώνοντας τακτικά το σημείο με προνύμφες μύγας δημιουργούμε ένα "τεχνητό" δέλεαρ τροφής, που σαρώνει τη ζώνη των μεσόνερων με προοπτική θεωρητικά να φθάσει στο βυθό.Αυτό φυσικά ισχύει και για οποιοδήποτε άλλο αργά βυθιζόμενο δόλωμα-μαλάγρα. Εξαναγκάζουμε στην ουσία κάποια ψάρια να αφήσουν την θεωρητική ασφάλεια του οικείου σε αυτά διατροφικού περιβάλλοντος ανεβαίνοντας ψηλότερα, με τα μεγαλύτερα μεγέθη να ανταποκρίνονται σαφώς καλύτερα σε βάθος χρόνου.

Τα βυθίσματα και οι "σκόπιμες" μετατοπίσεις του φελλού


Σημαντικές πληροφορίες  μας δίνει και ο ίδιος ο φελλός μας. Τα ψάρια ειδικά τα πιο δραστήρια σαργοειδή, αν ανέβουν πολύ ψηλότερα από το σημείο "ασφάλειας" αρπάζουν και επιστρέφουν στο οικείο περιβάλλον δλδ. χαμηλά. Διστακτικά, ανιχνευτικά δαγκώματα, "ξεζούμισμα" της προνύμφης δίχως θετικό βύθισμα δείχνουν ότι  τα ψάρια βρίσκονται σε ύψος οικείο, κοινώς δεν είναι εκτεθειμένα, ενώ απουσιάζει και το στοιχείο του ανταγωνισμού. Έχουν δλδ. όλο το χρόνο και την άνεση να παίξουν με το αγκίστρι μας. Και φυσικά, για μια ακόμη φορά δεν μιλάμε ούτε για μελανούρια, ούτε για λοιπά αφρόψαρα φύσει επιθετικά, που παραδοσιακά έχουν πολύ βίαια-απότομα τσιμπήματα γενικά, όπου και αν βρεθούν και σε οποιοδήποτε βάθος. 

"Ανεβάζουμε" τα ψάρια: Από ένα σύνολο (μικρό ή μεγάλο), που θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά, θα συλλάβουμε τα πιο δραστήρια και τα πιο αποφασισμένα. Αυτά τα 1-2 αξιόλογα ψάρια, που θα ξεπεράσουν τα όριά τους. Επομένως η ύπαρξη κοπαδιαστών σαργοειδών βοηθάει σε βαθμό καταλυτικό στη δημιουργία αυτού του ανταγωνιστικού κλίματος. Αν το εκμεταλλευθούμε, θα πάρουμε τα μεγαλύτερα ψάρια.Αν όχι απλά θα μαζέψουμε μια σακούλα μικρούς σαργούς. Ανέβασμα όμως δεν σημαίνει υποχρεωτικά διαφορά της τάξης 5 μέτρων και άνω. Ανέβασμα είναι και το 1-2 μέτρα σε σχέση με τον κύριο όγκο των ψαριών, που απλά επιμένουν χαμηλότερα για κάποιο λόγο. Προσωπικά έχω διαπιστώσει ότι σε ημέρες με υψηλή βαρομετρική πίεση αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει γενικά προβλήματα, αφού γενικά υπάρχει μια "δυσφορία"  μετακίνησης προς τα ανώτερα στρώματα του νερού. 


Και λογικά θα προκύψει το  ερώτημα:
  • Θα ψαρέψω σε βραχώδες σημείο με το βάθος π.χ. στα 8-9 μέτρα. Θα πάω με σταθερή αρματωσιά την ημέρα βασισμένος αποκλειστικά στη λογική "ανεβάζω τα ψάρια ψηλότερα"; 
Τα ψάρια ενδεχομένως να έχουν άλλη άποψη περί του θέματος εκείνη την ημέρα ανεξάρτητα καιρού, πίεσης κλπ! Με το ζόρι πάντως ψάρια δεν ανεβαίνουν εύκολα ψηλότερα από τη ζώνη  εξασφάλισης για κανέναν και για τίποτα. Σε βάθη διπλάσια και άνω του μήκους του καλαμιού μας η τακτική μπορεί να γίνει με ένα ή και δύο καλάμια.

 Εάν έχουμε μόνο ένα καλάμι θα ετοιμάσουμε μια συρόμενη αρματωσιά, ακολουθώντας σταδιακά την τακτική αναζήτησης και ουσιαστικά "σφυγμομέτρησης" από το βυθό προς τα πάνω μέχρι να βρούμε το ωφέλιμο ψαρευτικά βάθος. Εννοείται ότι θα προτιμήσουμε να ξεκινήσουμε τη "σφυγμομέτρηση" από ένα βάθος και πάνω για λόγους που είδη αναφέραμε. Η κίνηση σε αυτήν την περίπτωση είναι από κάτω προς τα πάνω.


Σε διαφορετική περίπτωση προσέγγισης με δύο καλάμια, μπορούμε να καλύψουμε το χρόνο και το χώρο, ξεκινώντας την αναζήτηση με ένα σταθερό στήσιμο και μετά την πάροδο εύλογου χρόνου να ανιχνεύσουμε μέτρο προς μέτρο από κει και κάτω με ένα δεύτερο καλάμι σε συρόμενο στήσιμο.Είναι απίστευτο αυτό που πολλές φορές συμβαίνει ακόμη και 1-2 μέτρα βαθύτερα από μια σταθερή αρματωσιά σε σχέση με το συνολικό βάθος. Σε αυτήν την περίπτωση προτιμητέο να το έχουμε ήδη έτοιμο με το στόπερ σε προκαθορισμένο  συμπληρωματικό βάθος, ώστε να συνεχίσουμε απρόσκοπτα το πλάνο Β, δίχως καθυστερήσεις και βυθομετρήσεις. Είναι το εναλλακτικό σχέδιο που ανιχνεύει μέτρο-μέτρο συνεχίζοντας την αναζήτηση του πεδίου ανταπόκρισης των ψαριών. Εδώ πάμε αντίστροφα δλδ. από πάνω προς τα κάτω και πάλι με ήπια διακύμανση στο ψάξιμό μας. 


***Βασικό κοινό σημείο και στις δύο τακτικές είναι η αποφυγή του βυθού τουλάχιστον στα πρωινά μας ψαρέματα και η αναζήτηση από ένα θεωρητικό ύψος και άνω.

Κοντά σε βραχώδη τοίχο: Ισχύει ό,τι ακριβώς και στον κάθετο τοίχο ενός λιμανιού. Κάθετος βυθός και σε αυτήν την περίπτωση, παίζουν όλα τα ύψη αναζήτησης σε συνεργασία και με τεχνική bolognese. 



Συμπεράσματα


Μια συρόμενη αρματωσιά λοιπόν δεν σημαίνει πάντα και υποχρεωτικά οριακό ψάρεμα στο βυθό όσο βαθύ και αν είναι το σημείο, που επιχειρούμε. Από την άλλη μια σταθερή αρματωσιά δεν σημαίνει πάντα και υποχρεωτικά ψάρεμα σε μια αόριστη "αχανή" περιοχή, που ονομάζεται "μεσόνερα", με στόχο να ανεβάσουμε με το "ζόρι" κάποια ψάρια ψηλότερα και να τα πιάσουμε .


Η αναζήτηση των σαργοειδών σε ένα βραχότοπο σε συνδυασμό με προνύμφη μύγας κρύβει το πολύ πιθανό σενάριο, να ψαρεύουμε βαθύτερα από όσο πρέπει πιάνοντας τα μικρότερα ψάρια της ομάδας με τα μεγαλύτερα να τρέφονται εκ του ασφαλούς ψηλότερα. Γι΄αυτό και η προσέγγιση πρέπει να γίνεται με τρόπο σαρωτικό και πολυεπίπεδο για ευνόητους λόγους.